μυριοτυραννισμένος

μυριοτυραννισμένος
μυριοτυραννισμένος, -η, -ον (Μ) [μυριοτυραννίζω]
αυτός που έχει υποστεί πολλά βάσανα.
επίρρ...
μυριοτυραννισμένα (Μ)
με πολλά βάσανα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”